- σταφίδα
- [сгафида] ουσ. Θ. изюм, коринка
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… … Dictionary of Greek
σταφίδα — η 1. αποξηραμένος καρπός ορισμένης ποικιλίας αμπελιού: Οι παραγωγοί σταφίδας διαμαρτυρήθηκαν για τις χαμηλές τιμές που δόθηκαν στο προϊόν τους. 2. φρ., «Έγινε σταφίδα», μέθυσε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταφίδα — σταφίς dried grapes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… … Wikipédia en Français
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek
πάσσον — τό, ή πάσσος, ὁ, Α οίνος από ξηρά σταφύλια, από σταφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. (vinum) passum «οίνος από σταφίδα» (< uva passa «σταφύλι αποξηραμένο στον ήλιο, σταφίδα» < μτχ. passus, a, um τού pando «εκτείνω»)] … Dictionary of Greek
προσταφιδούμαι — όομαι, Α (για σταφύλια) σταφιδιάζω, γίνομαι σταφίδα πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σταφιδῶ «κάνω σταφίδα ξεραίνοντας το σταφύλι»] … Dictionary of Greek
σουλτανίνα — Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με… … Dictionary of Greek
σταφιδάμπελος — η, και σταφιδάμπελο, το, Ν βοτ. 1. ονομασία για τις ποικιλίες αμπελιού τών οποίων ο καρπός, όταν ξηρανθεί, γίνεται η σταφίδα 2. κοινή ονομασία τής άσπερμης ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + άμπελος. Η λ.… … Dictionary of Greek